Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
ιστόρισμα — και στόρισμα, το (ΑΜ ἱστόρισμα Μ και στόρισμα) [ιστορίζω] νεοελλ. μσν. ζωγραφιά, έργο ζωγραφικής αρχ. το ιστορικό τού ασθενούς … Dictionary of Greek
στόρισμα — το, Ν βλ. ιστόρισμα … Dictionary of Greek