ἱστόρισμα

ἱστόρισμα
ἱστόρ-ισμα, ατος, τό,
A clinical history, Gal.17(1).648 (pl.).

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • ιστόρισμα — και στόρισμα, το (ΑΜ ἱστόρισμα Μ και στόρισμα) [ιστορίζω] νεοελλ. μσν. ζωγραφιά, έργο ζωγραφικής αρχ. το ιστορικό τού ασθενούς …   Dictionary of Greek

  • στόρισμα — το, Ν βλ. ιστόρισμα …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”